- ἐξαιτῶν
- ἐξαιτέωdemandpres part act masc nom sg (attic epic doric)ἐξαιτέωdemandpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθικετεύω — (AM καθικετεύω, Α ιων. τ. κατικετεύω) (ενεργ. και μέσ.) ικετεύω κάποιον υπερβολικά, εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ, ζητώ κάτι ικετευτικά (α. «διὸ καὶ τὸν Κάτωνα πολλὰ μὲν αἱ γυναῑκες οἴκοι δακρύουσαι καθικέτευον», Πλούτ. β. «καθικετεύων, ἐξαιτῶν,… … Dictionary of Greek